μουκιανός

μουκιανός
-ή, -ό
(για ορισμένες νομικές διατάξεις) αυτός που προέρχεται από τον Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο Μούκιο Σκαιόλα ή ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν («μουκιανό τεκμήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mucianus < κύριο όν. Μucius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιφθάνω — ἐπιφθάνω (AM) 1. προφθάνω, προλαβαίνω 2. επέρχομαι μσν. πλησιάζω, φθάνω αρχ. φθάνω έγκαιρα («ὁ Μουκιανός οὔπω ἐπεφθάκει», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”